- εξερευνητικός
- η , ό[ν] исследовательский, изыскательский, разведывательный;
εξερευνητική αποστολή — изыскательская экспедиция; — научная экспедиция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξερευνητική αποστολή — изыскательская экспедиция; — научная экспедиция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξερευνητικός — ή, ό (AM ἐξερευνητικός, ή, όν) [εξερευνητής] ο ικανός ή κατάλληλος για εξερεύνηση («ἐξερευνητικός πλοῡς») … Dictionary of Greek
εξερευνητικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εξερεύνηση ή τον εξερευνητή, που γίνεται για εξερεύνηση, ο ικανός ή κατάλληλος για εξερευνήσεις: Εξερευνητική αποστολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξερευνητικούς — ἐξερευνητικός good as a spy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek